- νεκροφόρα
- ηόχημα με το οποίο μεταφέρονται οι νεκροί για την ταφή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νεκροφόρα — η βλ. νεκροφόρος … Dictionary of Greek
νεκροφόρος — Έντομο της οικογένειας των σιλφιδών της τάξης των κολεόπτερων. Παίζει σημαντικό ρόλο στην εξαφάνιση των νεκρών σωμάτων των μικρών ζώων, γιατί φροντίζει να σκάψει το χώμα και να τα θάψει. Αυτό το κάνει γιατί στα θαμμένα πτώματα αφήνει τα αυγά του… … Dictionary of Greek